- ρυσοχίτων
- -ωνος, ὁ, ἡ, Α(για φυτό) αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. χρυσο-χίτων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυσοχίτωνα — ῥυσοχίτων with shrivelled coat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek